κοινοβωμία

κοινοβωμία
κοινοβωμία, ἡ (Α)
η κοινή λατρεία πολλών θεών στον ίδιο βωμό («πάντων δ' άνάκτων τῶν δε κοινοβωμία σέβεσθε», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + βωμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοινοβωμίαν — κοινοβωμίᾱν , κοινοβωμία community of altar fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”